ατροφώ

ατροφώ
(AM ἀτροφῶ, -έω) [άτροφος]
δεν τρέφομαι, υποφέρω από ατροφία
αρχ.
πεινώ, υποφέρω από έλλειψη φαγητού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ατροφώ — ατροφώ, ατρόφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀτρόφῳ — ἄτροφος ill fed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνατροφώ — έω, Α [ἀτροφῶ] (για μέλος τού σώματος) γίνομαι ατροφικός και εγώ ταυτόχρονα με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”