Dictionary of Greek. 2013.
ατροφώ — ατροφώ, ατρόφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀτρόφῳ — ἄτροφος ill fed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνατροφώ — έω, Α [ἀτροφῶ] (για μέλος τού σώματος) γίνομαι ατροφικός και εγώ ταυτόχρονα με κάτι άλλο … Dictionary of Greek